Της Άννας Στεργίου
«Το είπε μια, το είπε δυο, του κόλλησαν το παρωνύμι. Ο χαΐνης του Ρίζου. Το μάθανε κι οι μωαμεθανοί αφ’ τα γύρω τα χωριά και αντιμένανε πότε θα κάμει τη στραβή, για να τον ξεπαστρέψουν. Αυτός πάλι το ήξερε κι όλο τους προκαλούσε. Κατηφόριζε στο Παρασπόρι και πέρναγε καμαρωτός μέσα αφ΄το χωριό με το καπότο, ριχτό στην πλάτη και τα στιβάνια του σφιχτά –σφιχτά να τρίζουν. Έπαιζε το μάτι του να βρει κάποιον να τον πειράξει».
Το βιβλίο του Νικόλαου Β. Πετρίδη από το οποίο είναι το απόσπασμα είναι μία ανοιχτή κι ανεξάντλητη πηγή γνώσεων για τις σχέσεις των ανθρώπων, όπως ξεδιπλώνονται μέσα από τις θρησκείες και την τοπικότητα υπό τη σκιά ή όχι ,μεγάλων ή μικρότερων πολιτικών γεγονότων. Με τη διπλή του καταγωγή ως Θρακιώτης και Πόντιος δύναται να κατανοήσει αυτό που άλλοι αργούν ν΄ αντιληφθούν. Ο, τι η στρατιωτική ιστορία είναι ένα μόνο κομμάτι της ιστορίας των ανθρώπινων κοινωνιών και δεν την εξηγεί αλλά την αποτυπώνει στη συγκυρία.
Περιδιαβαίνοντας νοερά από την Τραπεζούντα και τη Σμύρνη ως την Κωνσταντινούπολη και την Καππαδοκία, ακούγοντας τους ήχους από την Κρήτη, τη Φιλιππούπολη και την Κριμαία, τριγυρνώντας από την Καστοριά, στη Σάμο ίσαμε τη Σεβάστεια ο συγγραφέας επιχειρεί τον δικό του νοητό περίπλου. Στριφογυρνά στη Μεσόγειο και τον Πόντο, χάνεται σε μέρη της Μαγνησίας, ξεδιπλώνει ιστορίες από το μεγάλο λιμάνι του Πειραιά, ταξιδεύει ίσαμε τη Μάλτα και την Ανδριανούπολη κ.ά. κι ανακαλύπτει κουλτούρες, ντοπιολαλιές και συμπεριφορές στο βιβλίο του «Ιστορήματα Ρωμιοσύνης» από τις εκδόσεις Τσουκάτου.
Δεν πρόκειται για αφηγήσεις, οι οποίες όμως έχουν μόνο την αξία του γράφοντος αλλά έχουν ιστορικό υπόβαθρο, δένουν τις λέξεις με τα γεγονότα, είναι προϊόν έρευνας. Ο συγγραφέας προσπαθεί στις 206 σελίδες να διεισδύσει στο εθνολογικό άλλο. Επιχειρεί να δέσει μνήμες και συμπεριφορές, παθιάζεται με το πραγματικό κι επιχειρεί να ξετυλίξει το κουβάρι της λήθης ή να συνδράμει σε καινούργιες θύμησες.
Η αξία του συγκεκριμένου βιβλίου είναι πολλαπλή γιατί κινείται με την ίδια άνεση στον χερσαίο και τον θαλάσσιο χώρο και δίνει εικόνες μίας άλλης εποχής, χωρίς να τις ωραιοποιεί ή να τις βαλσαμώνει παραδίδοντάς τες παγωμένες και δίχως συναίσθημα. Δίνει χώρο στον αναγνώστη να φανταστεί, να διαβεί στους ίδιους δρόμους της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας γενικότερα, μέσα κυρίως από το ελληνικό στοιχείο, να κλάψει και να γελάσει, να φοβηθεί ή να σωπάσει, μα, πάνω απ΄όλα να ταξιδέψει.
Σεβασμός προς τις αλησμόνητες πατρίδες – περιδιάβαση στις υπάρχουσες
Το βιβλίο έχει την αξία ότι προσεγγίσει με τρυφερότητα και σεβασμό αλησμόνητες πατρίδες, σέβεται τον άλλον, όπου υπήρξε σεβασμός και δεν επιχειρεί ούτε να δημιουργήσει εθνικιστικά αντανακλαστικά ούτε να επιχειρήσει να λιθοβολήσει το παρελθόν προς όφελος ενός φιλικού, αδιόρατου μέλλοντος. Σαν λαϊκός τροβαδούρος επιχειρεί να διώξει σύννεφα αμφιβολίας και να συμβάλλει στον διάλογο κατεξοχήν με τους γείτονες Τούρκους.
Στρέφεται κριτικά αλλά όχι επικριτικά ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα και γεφυρώνει τη ματιά μας και τις διηγήσεις των προγόνων μας με το παρελθόν ενώ διεισδύει ακόμη πιο παλιά στα μέσα του 19ου αιώνα.
Έτσι, σήμερα, σχεδόν 100 χρόνια μετά τη μαύρη επέτειο της Μικρασιατικής Καταστροφής και 201 χρόνια από την ελληνική επανάσταση ο Νικόλαος Β. Πετρίδης δίνει τροφή για σκέψη απέναντι στον εθνικισμό, στην προπαγάνδα, τη φαυλότητα και αποζητά με την αφήγησή του τον άνθρωπο να σκεφθεί τους υπέροχους καρπούς της ειρήνης.
Αν κι αναφέρεται σε προγενέστερες εποχές θ΄άξιζε τον κόπο το βιβλίο να μεταφραστεί και στα Τουρκικά, ώστε οι Τούρκοι πολίτες – γείτονές μας ν΄ αντιληφθούν πόσα κερδίζουν από την ειρήνη. Και πως θα έπρεπε να τη φυλούν ως κόρην οφθαλμού απέναντι σε κάθε εθνικό, λαοπρόβλητο ηγέτη, που στο πλαίσιο του λαϊκισμού και της ανθελληνικής υστερίας, τους πουλά φύκια για μεταξωτές κορδέλες, προκειμένου να ξεχάσουν τα δικά τους, πολλαπλά καθημερινά προβλήματα.