Γ. Κατρούγκαλος: Το 2022 χρονιά προκλήσεων για την ελληνική διπλωματία

15 Ιανουαρίου, 2022 - 1:30 μμ
81
Views

Του Γιώργου Κατρούγκαλου, τομεάρχη Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, καθηγητή Δημοσίου Δικαίου

Στα δυόμιση χρόνια διακυβέρνησης της η ΝΔ αποδυνάμωσε αντί να ενισχύσει τον ρόλο της Ελλάδας ως πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή της. Εγκαταλείπει σταδιακά την πολυδιάστατη και ενεργητική εξωτερική πολιτική της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, επιστρέφοντας στην παραδοσιακή αντίληψη της ελληνικής δεξιάς για τη χώρα ως «προκεχωρημένου δυτικού φυλακίου», πέραν και ανεξαρτήτως σύγκλισης συμφερόντων.

Αντί να αποτελέσει κεντρικό παράγοντα αναβάθμισης της ευρωπαϊκής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια επιλέγει την κινητικότητα γύρω από μια “νέα γεωγραφία εξωτερικής πολιτικής” που εμπλέκει την Ελλάδα στρατιωτικά σε συγκρούσεις πέρα από την περιοχή μας, σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις προτεραιότητες τρίτων.

Στέλνει μάχιμες δυνάμεις εκτός επιχειρήσεων διεθνών οργανισμών, για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο της Κορέας, στο Σαχέλ και στη Σαουδική Αραβία όπου η κατάσταση επιδεινώνεται καθημερινά. Την ίδια στιγμή – σε μια έκρυθμη περίοδο για τις νατορωσικές σχέσεις- διακηρύσσει ότι η Αλεξανδρούπολη αποτελεί πια πρώτη γραμμή για τις αμερικανικές επιχειρήσεις στη Μαύρη Θάλασσα με την εκεί εκχώρηση εγκαταστάσεων στις ΗΠΑ ενώ ο ο ίδιος ο πρωθυπουργός στους FT τονίζει την ανάγκη για περαιτέρω κυρώσεις στη Ρωσία.

Αδιαφορεί τόσο για το μήνυμα Πούτιν περί “εγκράτειας” που εκφράστηκε κατά την επίσκεψη Μητσοτάκη όσο και για τις έντονες ανησυχίες που εκφράστηκαν από τον Ρώσο διπλωματικό σύμβουλο του Προέδρου Πεσκώφ.

Το μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο που αποκόμισε η χώρα από τη Συμφωνία των Πρεσπών δεν αξιοποιήθηκε, ούτε στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων αλλά ούτε καν στις διμερείς σχέσεις με τη  Βόρεια Μακεδονία. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να κινείται ενοχικά απέναντι στη Συμφωνία, την οποία τόσο δημαγωγικά είχε κατηγορήσει την περίοδο της διαπραγμάτευσης και της κύρωσης της. 

Επικοινωνιακή διαχείριση και της διπλωματίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη

Δεν καθυστερεί απλώς να φέρει στη Βουλή τα τρία μνημόνια συνεργασίας που προωθούν τα εθνικά μας συμφέροντα (το ένα από αυτά αφορά την εναέρια κάλυψη της Βόρειας Μακεδονίας από την αεροπορία μας), λόγω των ενδοκομματικών της αντιθέσεων και των αντιδράσεων της εθνικιστικής της πτέρυγας.

Αρνείται να διοργανώσει Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας για τη σύναψη νέων συμφωνιών και αποφεύγει να πιέσει τη γειτονική χώρα για εφαρμογή της Συμφωνίας στη βάση οδικού χάρτη, ακόμη και σε κρίσιμα για τα εθνικά συμφέροντα ζητήματα όπως η εξάλειψη του αλυτρωτισμού από τα σχολικά βιβλία ή τα εμπορικά σήματα.

Κυρίως, η Κυβέρνηση δίνει έμφαση στην επικοινωνιακή διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής με κομματικά κριτήρια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του East Med. “O νέος αγωγός είναι τεχνικά υλοποιήσιμος και εμπορικά ανταγωνιστικότερος σε σχέση με άλλες επιλογές”, διαβεβαίωνε ο πρωθυπουργός δύο μόλις χρόνια νωρίτερα, στις 2/1/2020, κατά την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας. Και όμως, λίγους μήνες αργότερα, υπό την πίεση της κρίσης του OrucReis, συμφωνούσε με την Αίγυπτο νέα εναλλακτική όδευση για το ισραηλινό αέριο, χωρίς μάλιστα να είναι σαφές αν υπήρξε συνεννόηση με την Κύπρο.

Τον Οκτώβριο του 2021, στον 4ο γύρο του ελληνοαμερικανικού στρατηγικού διαλόγου, η Ελλάδα συμφώνησε σε συμπεράσματα από τα οποία – αντίθετα με ό,τι συνέβαινε σε όλους τους προηγούμενους γύρους- απουσίαζε κάθε μνεία στον αγωγό. Δεν ήταν λοιπόν κεραυνός εν αιθρία το πρόσφατο αμερικανικό nonpaper, που ξεκαθαρίζει ότι οι ΗΠΑ δεν υποστηρίζουν πλέον τον αγωγό, όχι μόνον για οικονομικούς και οικολογικούς λόγους, αλλά και ως «πηγή έντασης στην περιοχή», αλλά και ότι δεν θα στηρίξουν σχετικές έρευνες του NauticalGeo.  (Το ότι ο ΑΝΥΠΕΞ δήλωσε ότι η κυβέρνηση «αιφνιδιάσθηκε» από την εξέλιξη, είναι απλώς δείγμα των επικίνδυνων εσωτερικών κυβερνητικών αντιφάσεων.)

Ποια ήταν η (μη) εξήγηση του κυβερνητικού εκπροσώπου; «Η Κυβέρνηση δεν είναι αυτή που αποφασίζει ποια λύση είναι οικονομικά και τεχνικά εφικτή. Αυτό το αποφασίζει η αγορά.» Και όμως, το μόνο που άλλαξε από τον Ιανουάριο του 2020 και εντεύθεν δεν ήταν η στάση της αγοράς, αλλά η στάση των ΗΠΑ.

Συνεπώς, η κυβέρνηση επέλεξε να στρουθοκαμηλίσει, αντί  να χαράξει μια νέα εθνική στρατηγική, αξιοποιώντας την ευρωπαϊκή και ισραηλινή στήριξη, είτε στο τραπέζι μιας επικείμενης Ευρωπαϊκής Διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο, είτε στο πλαίσιο του Φόρουμ Φυσικού Αερίου του Καΐρου, στο οποίο ήδη πιέζουν οι ΗΠΑ να συμμετάσχει η Τουρκία.

Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν το γενικότερο αδιέξοδο της εγκατάλειψης από την Κυβέρνηση της ενεργητικής και πολυδιάστατης πολιτικής της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που ως βάση της αναβάθμισης των σχέσεων με τις ΗΠΑ είχε θέσει την αμοιβαιότητα και τη σύγκλιση συμφερόντων.

Το nonpaper δημοσιοποιήθηκε, ενώ ο Κ. Μητσοτάκης, στο πλαίσιο της πολιτικής «του προβλέψιμου και δεδομένου συμμάχου», είχε μόλις δώσει γη και ύδωρ στις ΗΠΑ: την επ’αόριστον παραμονή των αμερικανικών βάσεων στη χώρα, σε συνδυασμό με καινοφανή ρητορική που θέτει την πατρίδα μας στην πρώτη γραμμή της νατο-ρωσικής έντασης στη Μαύρη Θάλασσα.

Γενικότερα, στα ελληνοτουρκικά η Κυβέρνηση επικεντρώνεται σε μία λογική ανάσχεσης της Τουρκίας μέσω αξόνων, δημιουργώντας το παραπλανητικό επικοινωνιακό δίπολο “θωράκιση της Ελλάδας/απομόνωση της Τουρκίας”.

Με αυτόν τον τρόπο υπεραπλουστεύει τις σύνθετες περιφερειακές εξελίξεις της περιοχής μας και νομιμοποιεί την “ανάγκη συμμετοχής της χώρας σε κούρσα εξοπλισμών”, όπως την περιέγραψε ο εισηγητής της ΝΔ, με τις δαπάνες για την άμυνα να φτάνουν το 3,5% του ΑΕΠ, ψηλότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΝΑΤΟκαι κυρίως πέρα από τη λογική της “επαρκούς άμυνας”, που πρέπει πάντα να βασίζεται στις προτάσεις των επιτελείων, το θεσμικό προγραμματισμό και τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας.

Χωρίς να επιδιώκει την πίεση της Τουρκίας για να αποδεχθεί έναν ουσιαστικό διάλογο προσανατολισμένο σε λύση ή, έστω, σε πραγματική ύφεση, ακολουθεί τη λογική της αναβλητικότητας προηγούμενων περιόδων, να βάλουμε τα μεγάλα προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής «στη γυάλα», για να το παραλάβει ο επόμενος.

Και όμως, αυτή η συγκυρία όπου η Τουρκία, δοκιμαζόμενη από την οικονομική κρίση,  επιδιώκει να επανέλθει με νέους όρους στο διεθνές πλαίσιο και ευελπιστεί να έχει μία  αναβαθμισμένη θετική ατζέντα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ήταν  η κατάλληλη στιγμή για να προωθήσουμε ουσιαστικά τις εθνικές μας θέσεις, μέσω της ένταξης τους στο ευρωτουρκικό πλαίσιο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είχε έγκαιρα υποβάλει συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς θα έπρεπε να προλάβουμε ενδεχόμενη κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας στην Κύπρο ή στο Αιγαίο. Είχαμε ζητήσει από την Κυβέρνηση να συνδέσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας με την δέσμευση της τελευταίας για προσφυγή στη Χάγη για τις θαλάσσιες οικονομικές ζώνες. Η  Νέα Δημοκρατία, παρόλα αυτά, συμφώνησε στο να δοθεί εντολή έναρξης διαπραγμάτευσης για νέα συμφωνία χωρίς να ζητήσει καμία δέσμευση εκ μέρους της Άγκυρας.

Το 2022 θα είναι χρονιά προκλήσεων για την ελληνική διπλωματία. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, δύναμη πατριωτικής ευθύνης, θα κάνει ότι μπορεί για να προωθήσει τα εθνικά συμφέροντα.

Κατηγορίες Άρθρου:
Άρθρα · Πολιτική